κελητιον

κελητιον
    κελήτιον
    τό [demin. к κέλης См. κελης 2] челнок Thuc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "κελητιον" в других словарях:

  • κελήτιον — κελήτιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κέλης*) μικρή και γρήγορη λέμβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέλης, ητος + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • κελήτιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελητίοις — κελήτιον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελητίου — κελήτιον neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελητίῳ — κελήτιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κελήτια — κελήτιον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»